- ξεδοντιάζω
- ξεδοντιάζω, ξεδόντιασα βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
ξεδοντιάζω — 1. κάνω κάποιον να χάσει τα δόντια του, βγάζω ή σπάζω τα δόντια κάποιου 2. (το μέσ.) ξεδοντιάζομαι (για γέροντες) χάνω τα δόντια μου, πέφτουν τα δόντια μου («γέρασε πια και ξεδοντιάστηκε») 3. μτφ. α) αναιρώ τα επιχειρήματα κάποιου αποδεικνύοντας… … Dictionary of Greek
ξεδοντιάζω — ξεδόντιασα, ξεδοντιάστηκα, ξεδοντιασμένος 1. κάνω κάποιον να χάσει τα δόντια του ή σπάζω ή βγάζω τα δόντια κάποιου: Το φίδι δεν είναι επικίνδυνο αν το ξεδοντιάσεις, αν του βγάλεις τα δόντια. 2. το μέσ., ξεδοντιάζομαι χάνω τα δόντια μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… … Dictionary of Greek
ξεδοντιάρης — α, ικο, θηλ. και ξεδοντού αυτός που δεν έχει καθόλου ή εν μέρει δόντια, φαφούτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξεδοντιάζω + κατάλ. άρης (πρβλ. αναστεν άρης)] … Dictionary of Greek
ξεδόντιασμα — το το αποτέλεσμα τού ξεδοντιάζω, η εξαγωγή ή η έλλειψη δοντιών … Dictionary of Greek